- ωτορινολαρυγγολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωτορινολαρυγγολογία: Κάνει ωτορινολαρυγγολογικές εξετάσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.